προσφέρειν

προσφέρειν
προσφέρω
bring to
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… …   Православная энциклопедия

  • давати — ДАВА|ТИ (59), Ю, ѤТЬ гл. 1. Давать в руки, вручать: дѣте(м) ножа не даваи. Пч к. XIV, 33. 2. Отдавать, передавать: не могѹть завѣщаваті ни даровъ давати. (δωρεῖσθαι) КР 1284, 325в; А мнѣ, кнѩз<ю> Ивану, что дал кнѩз<ь> вел<и>кии …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • κεράμειος — α, ο (Α κεράμειος, ον και ιων. τ. κεραμήϊος, ίη, ιον) [κέραμος] κατασκευασμένος από πηλό, πήλινος («μηδὲν ἀργυροῡν, ἀλλὰ κεράμεια πάντα προσφέρειν καὶ παρατιθέναι τοὺς ὑπηρέτας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη …   Dictionary of Greek

  • παρόρεγμα — τὸ, Α μισθός, αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄρεγμα «το εκτείνειν, το προσφέρειν» (< ὀρέγω)] …   Dictionary of Greek

  • σκήνημα — (I) ήματος, τὸ, και δωρ. τ. σκάναμα, άματος, Α 1. σκηνή 2. κατασκήνωση 3. στρατόπεδο 4. φωλιά («οὐ γὰρ ἐντελείς θήραν πατρῴαν προσφέρειν σκηνήμασιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνῶ (II). Ο δωρ. τ. σκάναμα < αμάρτυρο δωρ. *σκανῶ, άω]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • σφάγιο — το / σφάγιον, ΝΜΑ, και σφαγιό Ν [σφαγή] ζώο ή πρόσωπο που προορίζεται για θυσία στους θεούς νεοελλ. 1. (τροφ. τεχνολ.) σφαγμένο ζώο που έχει αφαιμαχθεί, εκδαρεί και εκσπλαγχνιστεί και το οποίο προορίζεται για κατανάλωση τού ανθρώπου 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”